Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

«Ο Σκακιστής» μια Χριστουγεννιάτικη ιστορία με χιόνι, τζάκι και …σκάκι! (του Τζέρ Κούπμαν). “Il Giocatore di Scacchi”: una storiella di Natale (tradotta dall’ inglese al greco).«The Chess Player» a Christmas story by Ger Koopman (greek translation)



Μια απρογραμμάτιστη – ως συνήθως – αναζήτησι στο διαδίκτυο γύρω από τον «Έφηβο» του Ντοστογιέφσκι και το σκάκι, με έφερε χωρίς να το καταλάβω αργά το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων μπροστά στο παρακάτω χριστουγεννιάτικο διήγημα. Το μετέφρασα στο πόδι --αλλά με αρκετό κόπο ανάμεσα στις καθημερινές και άλλες έγνοιες-  και το αφιερώνω σε όλους εσάς τους φίλους του Συλλόγου και του Ιστολογίου μας  με τις θερμότερες ευχές μου για Καλό (υπόλοιπο) Ιερό Δωδεκαήμερο και Καλή Χρονιά!!
Α.Σ.
 


Ο ΣΚΑΚΙΣΤΗΣ
Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Γκέρ Κούπμαν (Ger Koopman)

Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Ολημερίς ένας κρύος αέρας φυσομανούσε και τώρα είχε αρχίσει να χιονίζει. Χιλιάδες - εκατομμύρια - νιφάδες χιονιού ήρθαν από τον ουρανό και κάλυψαν σιγά σιγά το μικρό χωριό όπου ζούσε ο κτηματίας Ντυχήμα. Κάλυψαν τα χωράφια του, που ήσαν ήδη οργωμένα για την επόμενη σπορά, κάλυψαν τους τεράστιους αχυρώνες του, γεμάτους σανό ή καλαμπόκι, κάλυψαν την αυλή του, τον μεγάλο στάβλο και το σπίτι.
Ο γερο κτηματίας Ντυχήμα είχε ‘δή το χιόνι να πέφτει. Καθόταν δίπλα στο αναμμένο τζάκι στην πολυθρόνα του. Του άρεσε το χιόνι στα χωράφια του. Θα κάνει καλύτερη σοδειά του χρόνου, σκέφτηκε. Ήταν ωραία και ζεστά στο δωμάτιο. Στο τραπέζι βρισκόταν στημένη μια σκακιέρα. Όλοι οι πεσσοί είχαν στηθεί στις σωστές θέσεις τους, τέσσερις σειρές από τα λευκά και τα μαύρα τετράγωνα του σκακιστικού άβακα.

Του Ντυχήμα του άρεσε να παίζει σκάκι. Περίμενε τον Υπουργό. Κάθε Κυριακή βράδυ ερχότανε ο Υπουργός να παίξη σκάκι με τον γερο αγρότη, το ίδιο γινόταν επίσης και τα Χριστούγεννα. Θα ερχόταν κι απόψε. Ω, ναί, του Ντυχήμα του άρεσε το παιχνίδι. Πάντα κέρδιζε. Δεν υπήρχε κανείς στο χωριό που θα μπορούσε να παίξη τόσο καλά όσο αυτός. Δεν υπήρχε κανείς στο χωριό που ήταν τόσο πλούσιος όσο αυτός. Ήταν ο καλύτερος αγρότης, ο πλουσιότερος αγρότης, ο καλύτερος στο σκάκι και ήταν επίσης τίμιος και δίκαιος. Ζούσε μόνος με τους υπηρέτες του. Η σύζυγός του είχε πεθάνει χρόνια πριν. Αλλά αυτά τα Χριστούγεννα δεν σκεφτόταν την γυναίκα του. Ήταν πάντα μόνος, σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του. Πόσο καλή ήταν η φετινή σοδειά! Πόσο σημαντικό πρόσωπο ήταν αυτός στο χωριό! Όταν περπατούσε στους δρόμους έβγαζαν τα καπέλα τους καθώς περνούσε. Όταν κάποιος χρειαζόταν βοήθεια - την έδινε. Όταν κάποιος χρειαζόταν δουλειά - την έδινε. Αν κάποιος χρειαζόταν χρήματα - τα δάνειζε.

Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε. Ένας υπηρέτης μπήκε μέσα. "Είναι μάλλον αργά, κύριε Ντυχήμα. Να κρατήσω την τάρτα των Χριστουγέννων ζεστή στο φούρνο; " Ο Ντυχήμα κοίταξε το ρολόι. «Ο Υπουργός άργησε», είπε. "Ναί, κράτα την τάρτα ζεστή." Ο υπηρέτης, κινώντας προς την πόρτα, είπε, "φοβάμαι πως ο Υπουργός δεν θα έρθη. Το χιόνι είναι πολύ παχύ." Ο Ντυχήμα κοίταξε θυμωμένα, αλλά είπε μόνο: «μπορώ να περιμένω."

Όταν ο υπηρέτης έφυγε, ο Ντυχήμα σηκώθηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Αγαπητέ μου, τί πολύ χιόνι!», μονολόγησε. «Είμαι σίγουρος ότι ο Υπουργός δεν θα έρθει. Το χιόνι είναι πολύ παχύ." Ο Ντυχήμα κοίταξε στην σκακιέρα με μάτια γεμάτα λαχτάρα.

Αλλά κάποιος ερχόταν! Το Θείο Βρέφος -- ή μάλλον ο Χριστός Παιδί! 

Όλη τη μέρα το Θείο Παιδί ήταν πολύ απασχολημένο. Τα Χριστούγεννα είναι η εποχή του, γιατί τότε οι καρδιές των ανθρώπων ανοίγουν, και αυτό είναι ό, τι χρειάζεται το Θείο Παιδί: ανοιχτές καρδιές. Οι άνθρωποι σκέφτονται τα νιάτα τους, πόσο ωραία ήταν τα Χριστούγεννα στο σπίτι τους. Σκέφτονται για τις ζωές τους, και πώς τα πράγματα πήγανε στραβά. Λαχταρούν να αλλάξουν, να κάνουν μια νέα αρχή. Τότε είναι που το Θείο Παιδί έρχεται.
Όλη τη μέρα το Θείο Παιδί ήταν πολύ απασχολημένο. Ένα πράγμα χρειαζόταν ακόμα να γίνη: να πάη στον γερο κτηματία Ντυχήμα. Όταν ο Θεός Πατέρας του το είπε, αυτό είχε πή: "Μα η καρδιά του δεν είναι καθόλου ανοιχτή." Αλλά ο Θεός Πατέρας είπε μόνο, "Πήγαινε. Έχει μείνει κλειστή και σκληρή για πάρα πολύ καιρό. Είναι καιρός τώρα».

Καθώς το Θείο Παιδί περπατούσε μέσα στο χιόνι, σκεφτόταν όλο αυτό ξανά. Τί θα μπορούσε αυτός να κάνει; Αλλά όταν ο Πατέρας λέει, "Είναι καιρός", τότε είναι καιρός. Και έτσι με μιάς το Θείο Παιδί βρέθηκε στο σπίτι του γερο-κτηματία. Κανείς δεν τον είχε ακούσει να έρχεται, κανείς δεν τον είχε δή, αλλά ξαφνικά ήταν εκεί.
"Καλησπέρα, Ντυχήμα», είπε, με την όμορφη φωνή του.
Ο Ντυχήμα κοίταξε και ξανακοίταξε. «Ποιος είσαι εσύ, μικρούλη, και πώς μπήκες μέσα;"
Το Θείο Παιδί κάθισε σε μια καρέκλα, απέναντι στον Ντυχήμα, κοντά στη φωτιά. «Εγώ είμαι το Θείο Παιδί».
"Το Θείο Βρέφος, ο Χριστός; Λοιπόν; Τι χρειάζεσαι?"
"Το μόνο που θέλω είναι να σου μιλήσω."
"Δεν υπάρχει τίποτα να συζητήσουμε. Έκανα ό, τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος. Έδωσα πεντακόσια φιορίνια για τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην εκκλησία."
«Το ξέρω», είπε το Θείο Παιδί, «και διακόσια πενήντα φιορίνια για την Γιορτή του Κατηχητικού». «Ναί», είπε πάλι ο κτηματίας, "και πεντακόσια φιορίνια για τους φτωχούς στο χωριό, και όπου υπάρχουν άρρωστοι άνθρωποι, στέλνω τους δούλους μου για να τους προσφέρουν ένα δέμα. "
 "Τα ξέρω όλα», είπε το Θείο Παιδί, και αναστέναξε. «Είσαι σαν ένας βασιλιάς σε θρόνο, ο οποίος δίνει δωράκια σε όλους τους ανθρώπους του. Ωστόσο, πόσο λίγα είναι αυτά τα δώρα αν σκεφτής τα χιλιάδες φιορίνια που θα κερδίσης εφέτος. Και όλα αυτά τα δώρα δόθηκαν, όχι από αγάπη για τους άλλους, αλλά μόνο από αγάπη για τον εαυτό σου, έτσι ώστε να μπορείς να καθεσαι εδώ,  ευχαριστημένος και ικανοποιημένος με τον εαυτό σου.  Ώ, αν ήξερες έστω το νόημα των Χριστουγέννων!"
"Το ξέρω. Απ’ εξω. «Εγένετο δε εν ταις ημέραις …Καίσαρος Αυγούστου…»
«Βλέπεις; Είσαι ήδη λάθος!"
"Λάθος;" Ο κτηματίας Ντυχήμα πήρε την Καινή Διαθήκη που βρισκόταν κοντά του. "Κοίτα, εδώ είναι: «Εγένετο δε εν ταις ημέραις …Καίσαρος Αυγούστου….»
"Λάθος! Γνωρίζω την ιστορία. Εγώ είμαι το Θείο Βρέφος! Δεν έγινε κάποτε, πολύ καιρό πριν, στις ημέρες του «ΚαίσαροςΑυγούστου». Συμβαίνει κάθε χρόνο εκ νέου. Κάθε χρόνο κάπου ένα παιδί γεννιέται, φτωχό και χωρίς ρούχα, περιμένοντας να λάβη βοηθεια, από εσένα. Μερικές φορές είναι ένα άρρωστο παιδί, άλλοτε ένας φτωχός άνδρας ή μια φτωχή γυναίκα που περιμένουν να λάβουν βοήθεια, από εσένα. Αυτή είναι η ιστορία των Χριστουγέννων."
«Ξέρω ότι είμαι ένας αμαρτωλός ενώπιον του Θεού», είπε ο Ντυχήμα. "Ο καθένας είναι αμαρτωλός ενώπιον του Θεού. Αλλά όσο ήμουν σε θέσι έκανα ό, τι μπορούσα. Δεν μπορώ να χαρίσω όλα μου τα χρήματα, ή κάτι παρόμοιο. Αυτό είναι απλώς ανοησίες."
"Δεν γυρεύω μόνο χρήματα. Γυρεύω κάτι πολύ περισσότερο από τα χρήματα. Γυρεύω αγάπη! Είπες ότι έκανες ό, τι μπορούσες; Τι γίνεται με την κόρη σου; "
Ο γερο-κτηματίας σηκώθηκε θυμωμένα. «Η κόρη μου είναι νεκρή. Είναι πεθαμένη για μένα! Αν ήσουν πραγματικά το Θείο Παιδί θα γνώριζες ότι πριν από δέκα χρόνια παντρεύτηκε ενάντια στη θέλησί μου. Παντρεύτηκε έναν καλλιτέχνη, έναν μουσικό, παρά τη θέλησί μου. Τα παιδιά πρέπει να υπακούουν στους γονείς τους. Όχι, μη μου μιλάς γι 'αυτήν!"
"Αυτή είναι φτωχιά. Έχει ένα γιο."
"Ξέρω. Δική της υπαιτιότητα. Δεν είναι δική μου!"

 Το Θείο Παιδί κοίταξε το ρολόι. Εφτά και μισή. Και στις οκτώ η ώρα - στις οκτώ η κόρη του Ντυχήμα πρόκειται να έρθει εδώ με το γιο της. Είχε πάει στο μέρος όπου ζούσε και της είχε πή να πάει πίσω στον πατέρα της. Της είχε πή επίσης ότι όλα θα ήσαν εντάξει όταν θα πήγαινε. Και τώρα ειχε μείνει μόνο μισή ώρα, και η καρδιά του γερο κτηματία ήταν πιο σκληρή από ποτέ. Αλλά το θεϊκό παιδί δεν ήταν απογοητευμένο. Ο Θεός το είχε στείλει. Μάλιστα χαμογέλασε και είπε, "Ας παίξουμε σκάκι!"
"Ξέρεις να παίζεις?"
"Κάτι λίγο."
"Πάμε! Αυτό είναι καλύτερο από ό, τι όλη αυτή η συζήτησι."

Άρχισαν να παίζουν. Φάνηκε ότι το Θείο Παιδί δεν ήταν πολύ καλός παίκτης. Μετά από δέκα λεπτά είχε χάσει ήδη δύο Πύργους και έναν Ίππο. Ο Ντυχήμα έτριψε τα χέρια του. Θα κέρδιζε το παιχνίδι. Αυτό ήταν βέβαιο.

Όταν το Θείο Παιδί Χριστός παιδί είχε χάσει σχεδόν το μισά του κομμάτια, ξαφνικά μίλησε: "Φαντάσου για μια στιγμή ότι η κόρη σου ερχόταν σε σένα αυτή την παραμονή των Χριστουγέννων μαζί με τον εγγονό σου. Θα τους δεχόσουν;"
«Σταμάτα αυτές τις ανοησίες. Κοίτα το παιχνίδι σου. Έχεις σχεδόν χάσει. Και γιατί θα πρέπει να έρθουν;"
"Έχω σχεδόν χάσει. Καλά. Ίσως. Αλλά ας υποθέσουμε ότι θα κατάφερνα να κερδίσω αυτήν την παρτίδα πριν από τις οκτώ, θα τους δεχόσουν; "
Ο γερο κτηματίας γέλασε. «Θα τους δεχόμουνα, επειδή είναι αδύνατο."
Το Θείο Παιδί χαμογέλασε κι αυτό. Ήταν οκτώ παρα ένα. Το Θείο Παιδί είχε μόνο τον Ρήγα του, την Βασίλισσα, και έναν Αξιωματικό. Ο Ντυχήμα είχε σχεδόν όλα τα κομμάτια του.
Ο Ντυχήμα κοίταξε το ρολόι του. "Οκτώ η ώρα", είπε.
"Οκτώ! Και νομίζω ότι είναι και μάτ", είπε το Θείο Παιδί.
"Μάτ;;" 0 Ντυχήμα κοίταξε την σκακιέρα. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. "Πώς; Για στάσου ένα λεπτό. Έχεις αλλάξει τις θέσεις όλων των κομματιών μου. Όχι όχι! Μα τί συνέβη;"


Το Θείο Παιδί χαμογέλασε και πάλι. "Αυτό είναι ό, τι συμβαίνει στη ζωή», είπε. Στη συνέχεια κοίταξε με πολύ βαθύ βλέμμα: "Συχνά οι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι χαμένοι. Νομίζουν ότι τίποτα στον κόσμο δεν μπορεί να τους βοηθήση. Και τότε ο Θεός κοιτάζει και λέει, «Είναι η ώρα!» Και με μιάς όλα φαίνονται διαφορετικά. Τα πάντα φωτίζονται με ένα άλλο φώς, και με μιάς βλέπεις ότι δεν έχουν χαθεί όλα, αλλά κερδίζεις. Θυμήσου αυτό, Ντυχήμα! Τίποτα δν χάνεται στα μάτια Του. Ο ταπεινός θα υψωθή - ο πρώτος θα γίνη έσχατος."
Και μετά εξαφανίστηκε.
 ...........................

Ο Ντυχήμα σηκώθηκε. Κάθισε στην καρέκλα του κοντά στη φωτιά. Έκλεισε τα μάτια του. Σκεφτόταν οτι αυτό είχε τελειώσει.
Ξαφνικά ξύπνησε. Κάποιος είχε χτυπήσει την πόρτα. Έτριψε τα μάτια του. Θα κοιμήθηκα, σκέφτηκε. Είχα ένα υπέροχο όνειρο για τον Χριστό ως Παιδί. Κοίταξε στο τραπέζι. Η σκακιέρα βρισκόταν εκεί. Οι δύο σειρές των λευκών πεσσών και οι δύο των μαύρων βρισκόντουσαν τακτοποιημένες στις αντίθετες πλευρές της σκακιέρας. Ναί, ήταν ένα όνειρο.
«Πέρασε μέσα», είπε. Ένας υπηρέτης μπήκε. "Κύριε, είναι έξω ένα μικρό αγόρι. Λέει ότι… "
Ο Ντυχήμα σηκώθηκε έκπληκτος. "Ένα μικρό αγόρι με τη μητέρα του;"
«Όχι, είναι μόνο του. Αλλά, λέει πως η μητέρα του είχε ένα ατύχημα. Έχει πάθει διάστρεμμα στον αστράγαλο της. Εκείνη περιμένει μές στο χιόνι κάπου μισό μίλι μακριά. Έστειλε το αγόρι για βοήθεια."
Ο Ντυχήμα γέλασε. Εντάξει, σκέφτηκε, δεν είναι η κόρη μου. Και τότε είπε, «Στείλε τους υπηρέτες με το άλογο και την άμαξα. Ετοιμάστε έναν χώρο και φέρτε την εδώ. Ειδοποιήστε τον γιατρό. Φέρτε το αγόρι εδώ."
Ο υπηρέτης βγήκε έξω. Μια στιγμή αργότερα έμπαινε ένα αγόρι περίπου εννέα χρονών.
Ο Ντυχήμα σηκώθηκε. Είχε κατα παράξενο λόγο συγκινηθή. Το αγόρι έμοιαζε - ναι, έμοιαζε ακριβώς όπως θα έμοιαζε ο ίδιος πολλά πολλά χρόνια πρίν. "Πώς σε λένε?" «Σίγκουρντ» είπε το αγόρι.
 Ο Ντυχήμα βυθίστηκε πίσω στην καρέκλα του. Έκλεισε τα μάτια του. Ά!, Σίγκουρντ, ήταν το όνομά του. Η κόρη του, είχε δώσει στον γιο της το δικό του το όνομα. Αλλά τότε, τί γίνεται με το Θείο Παιδί; Ήταν ένα όνειρο, φυσικά! Αλλά τα όνειρα είναι ψέματα, ανοησίες. Αλλά και πάλι, υπήρχε το αγόρι, ο εγγονός του. Όχι, δεν θα δεχθή την κόρη του.

Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Μόνο μια γριά υπηρέτρια ήταν εκεί. "Πού είναι οι άλλοι;» ρώτησε. "Είναι όλοι με τις οικογένειές τους, φυσικά, και δύο έχουν πάει έξω για να φέρουν τη φτωχή γυναίκα», είπε εκεινη.
«Δεν την θέλω εδώ! Πρέπει να την πάνε κάπου αλλού! "
"Κύριε Ντυχήμα! Παραμονή Χριστουγέννων θα αρνηθήτε να βάλετε στο σπίτι σας μια φτωχή γυναίκα! Πολύ καλά. Είστε υπεύθυνος. Αλλά δεν μπορώ να πάω εγώ έξω και μέσα στο χιόνι. Ποιος θα τους το πή; "
"Μόλις έρθουν εδώ, να με φωνάξης. Αλλά μην αφήσετε η γυναίκα να μπή μέσα στο σπίτι."
Ο Ντυχήμα πήγε πίσω στο σαλόνι. Το αγόρι κάθισε δίπλα στο τζάκι.
Όταν ο Ντυχήμα μπήκε μέσα, σηκώθηκε και, πηγαίνοντας προς το μέρος του, το αγόρι είπε, «Είσαστε ο παππούς μου;" "Φυσικά όχι," είπε ο Ντυχήμα θυμωμένα. Το αγόρι κοίταξε λυπημένο. "Τότε, έχω έρθει σε λάθος αγρόκτημα. Ξέρετε, η μαμά μου είπε, όταν έπεσε κάτω, «ότι εκεί κάτω στο φώς είναι το αγρόκτημα. Τρέξε εκεί πέρα και ζήτα βοήθεια.» Αλλά δεν πειράζει. Όταν η μαμαά μου έρθει εδώ αυτή μπορεί να σας πή πού ήθελε να πάει. Γεννήθηκε σ’ αυτό το χωριό ξέρετε. Ο παππούς μου είναι ο πλουσιότερος αγρότης στο χωριό. Η μαμά μου είπε, «είναι σαν ένα μικρός βασιλιάς. Όλοι ζητούν την συμβουλή του. Είναι πολύ έξυπνος, ξέρετε. »
Ο Ντυχήμα ξαφνικά είπε, "Γιατί πηγαίνεις στον παππού σου;"
"Η Μαμά, δήλωσε ότι ο Χριστούλης της είχε πει να πάμε. Εμείς ποτέ δεν έχουμε πάει εκεί. Είμαστε πολύ φτωχοί, ξέρετε. Ο μπαμπάς μου έχει πεθάνει. Δεν είχαμε χρήματα, αλλά η μαμά πάντα έλεγε, «εγώ δεν θα κάνω το πρώτο βήμα.» Και μετά, ξαφνικά μού είπε ότι ο Χριστούλης της είπε να πάη. "
"Μήπως αυτή είδε το Θείο Βρέφος;"
"Δεν γνωρίζω. Στη συνέχεια μου είπε ότι ήταν ένα όνειρο. Και για το ταξίδι ήταν πολύ αβέβαιη. Μου είπε, κάποια στιγμή: «Μην εκπλαγής αν χρειαστεί να μείνουμε μόνο για πολύ λίγη ώρα."

Ο Ντυχήμα δεν είπε τίποτα. Κοίταξε προς τη φωτιά. Ξαφνικά το αγόρι είδε την σκακιέρα. Πήγε στο τραπέζι. «Ο παππούς μου ξέρει να παίζει σκάκι! Πάντα εκείνος κερδίζει, μου λέει η μαμά! Ξέρετε να παίζετε; Εγώ ξέρω. Η μαμά μου λέει ότι παίζω τόσο καλά, γιατί πήρα από παππού μου. Μπορούμε να παίζουμε; Ξέρετε, είμαι και πεινασμένος. Δεν φάγαμε για βράδι."
Ο Ντυχήμα σήκωσε το βλέμμα πάνω του. «Ξέρείς πραγματικά να παίζεις; Τόσο μικρό παιδί; "
"Δεν είμαι μικρός. Και συχνά κερδίζω."
 "Έλα, ας δοκιμάσουμε", είπε ο Ντυχήμα.

Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα ο Ντυχήμα κατάλαβε ότι το αγόρι πραγματικά ήξερε να παίζει. Σχεδόν χωρίς να σκεφτεται έκανε τις σωστές κινήσεις. Μετά από μισή ώρα ο Ντυχήμα έγινε ανήσυχος. Το αγόρι νίκαγε! Πραγματικά, το μικρό αγόρι αποδεικνυόταν καλύτερος παίκτης από τον ίδιο. Και αυτό που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν ότι ενώ αυτός έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να κερδίση, το αγόρι απλώς έπαιζε, χωρίς να σκέφτεται πολύ. Αν ο Ντυχήμα έπαιζε μια κίνηση, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα σκέψης, το αγόρι ακολουθούσει αμέσως, και πάντα με μια σωστή κίνησι.
Ίσως το γεγονός πως ο Ντυχήμα ήταν τόσο ενοχλημένος εξηγεί το ότι ξαφνικά έκανε μια λάθος κίνησι. Το αγόρι χαμογέλασε. "Αυτή είναι μια κακή κίνηση», είπε. "Θα ήταν καλύτερα να την πάρετε πίσω."
"Όχι, ό,τι έπαιξα, έπαιξα!"
Το αγόρι τον κοίταξε. Γιατί αυτός γέρος ήταν τόσο θυμωμένος; Δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό, θα μπορούσε; Μήπως ήταν επειδή δεν μπορούσε να κερδίση την παρτίδα; Πολλοί άνθρωποι θυμώνουν πολύ όταν δεν μπορούν να κερδίσουν. Ήταν ενδιαφέρον. Μπορείς να μαθαίνεις περισσότερο απο ένα παιχνίδι που έχεις χάσει. Αλλά αυτός ήταν ένας γέρος. Μάλλον…

Ξαφνικά μπήκε η γριά υπηρέτρια. "Κύριε Ντυχήμα, τι γίνεται με την τάρτα των Χριστουγέννων; Μπορώ να την φέρω τώρα; "
Ο Ντυχήμα φαινόταν πολύ θυμωμένος. "Άντε φύγε με την τάρτα σου!" Τι κρίμα, σκέφτηκε το αγόρι.
Ήταν τόσο πεινασμένος. Και πόσο θυμωμένος ήταν ο γέρος! Κι αυτό μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσε να κερδίση; Ξαφνικά, είπε, «θα ήθελα να έτρωγα λίγη τάρτα. Δεν έφαγα, ξέρετε. "
Ο Ντυχήμα είπε μόνο, «είναι η σειρά σου να παίξης." Ο Σίγκουρντ αναστέναξε. Στη συνέχεια του ήρθε μια ιδέα. Θα άφηνε τον γέρο να νικήση. Χρειαζόταν να κάνει μια κακή κίνησι. Δεν ήταν όμωςς και τόσο εύκολο να γίνη. Αναστέναξε. Είναι παραμονή Χριστουγέννων, σκέφτηκε, θα το κάνω! Και έκανε την κίνησί του.
 Ο Ντυχήμα γέλασε. «Πολύ κακή κίνησι!. Δές, μπορώ να πάρω την Ντάμα σου. Ώ!, ήξερα ότι θα μπορούσα να κερδίσω. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχω χάσει παρτίδα! "
Ο Σίγκουρντ κοκκίνισε. Αυτό δεν ήταν δίκαιο. Του έλεγαν πάντα να μην στενοχωριέται αν χάνει, και δεν χρειάζεται να υπερηφανεύεται, αν κερδίζει. Ξαφνικά χαμογέλασε. Αν μπορώ να του φτιάξω τη διάθεσι, ας τον αφήσω να κερδίση, σκέφτηκε, και είπε: «Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ποιος κερδίζει προτού γίνει το ρουά-μάτ."

Όλη εκείνη την ώρα ο Ντυχήμα κοίταζε το αγόρι. Είχε δή τα δάκρυα να έρχονται στα μάτια του, αφού μίλησε. Και είχε δή την αλλαγή, το χαμόγελο. Και ύστερα τα λόγια του αγοριού. Ήταν σαν να είδε ξανά το Θείο Παιδι.
Θυμήθηκε τα λόγια του Θείου Παιδιού, . "Μερικές φορές νομίζετε ότι όλα είναι χαμένα»
Σηκώθηκε. Περπατούσε πάνω και κάτω στο δωμάτιο. Το αγόρι κοίταξε έκπληκτο. Ο Ντυχήμα είδε τη ζωή του – τη μεγάλη σε διάρκεια ζωή του – κάτω απο ένα νέο φως. Χωρίς λάθη; Ανοικτόκαρδος και δίκαιος; Υπήρχε ένα σφάλμα, ένα μεγάλο σφάλμα. Πώς μπορούσε αυτός να είναι τόσο τυφλός; Η καρδιά μου ήταν κρύα και ασυγκίνητη, αλλά εγώ πάντα πίστευα ότι ήμουν ένας καλός άνθρωπος, με όλα αυτά τα καλά μου έργα. Τι άθλιος γέρος που είμαι.
Όλα αυτά τα ένιωσε βαθιά μέσα στην καρδιά του και είδε πάλι το όνειρό του. Άκουσε τα λόγια του Θείου Παιδιού: «Ο Θεός έρχεται. Φέρνει κάτι νέο στον κόσμο: Αγάπη!" Αυτό ήταν! Αγάπη!
Ο Ντυχήμα πήγε στο αγόρι. Έβαλε το χέρι στον ώμο του. "Κερδίσατε», είπε, «εσύ και το Θείο Παιδι!».
Το αγόρι τον κοίταξε έκπληκτο. "Τι εννοείτε;"
Ο γέρο αγρότης Ντυχήμα χαμογέλασε. «Δεν πειράζει, γιέ μου», είπε. "Δεν πειράζει. Αλλά να θυμάσαι το εξής: το Θείο Παιδί φέρνει νέα ζωή, ακόμα κι όταν όλα φαίνονταν τόσο χαμένα για τον άνθρωπο, όταν γεννήθηκε ο Ιησούς. Γεννημένος σε έναν στάβλο, φτωχικό και κρύο. Όλα φαίνονταν ότι είχαν εντελώς χαθεί στο τέλος, γιέ μου. Ένας σταυρός ήταν το τέλος. Πρέπει να θυμόμαστε, Σίγκουρντ, να θυμόναστε τη στιγμή που ο Θεός κοίταξε και είπε: «Είναι η ώρα.» Και αυτό ήταν! Ο σταυρός δεν ήταν το τέλος. Και ακόμα και σήμερα το Θείο Παιδί έρχεται να ζεστάνη ξανά τις καρδιές των ανθρώπων."

Ακούστηκε ένα δυνατό κτύπημα, και η πόρτα άνοιξε. Η γριά υπηρέτρια είπε, «Πες μου, κύριε Ντυχήμα, πού πρέπει να στείλω αυτή τη γυναίκα; Είναι εδώ έξω τώρα."
"Φέρτην μέσα, φυσικά."
"Μα είπατε ..."
"Είναι η κόρη μου! Δεν το ξέρεις; Φέρτε την εδώ αμέσως! Γρήγορα! Και να φέρης την χριστουγεννιάτικη τάρτα. Γρήγορα, είναι Χριστούγεννα!"

...........................................................................................

Μετάφρασι απο τα αγγλικά: Αλέξανδρος Σοϊλεμέζης 

[ΣΗΜ. Συντάκτου: Η εικονογράφησι ανήκει κατα κύριο λόγο στην Christina Maendel ]

Δεν υπάρχουν σχόλια: